- έξαλλος
- -η, -ο (AM ἔξαλλος, -ον)ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένωςνεοελλ.1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρός («έξαλλος από χαρά, από θυμό»)2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο μίσος»)αρχ.1. εντελώς ξεχωριστός2. ασυνήθιστος, εκλεκτός, πολύτιμος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά έξαλλαπαράξενα, ασυνήθιστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + άλλος. Η λέξη, όπως δείχνει και η ετυμολογία της, δήλωνε αρχικά τον εντελώς διαφορετικό, τον ξεχωριστό, τον ασυνήθιστο, απ' όπου και τον εκλεκτό, τον έξοχο. Στη νέα Ελληνική όμως από τη σημ. τού εντελώς διαφορετικού δήλωσε αυτόν που άλλαξε, αλλοιώθηκε από κάποιο ισχυρό συναίσθημα ή πάθος και ήλθε εκτός εαυτού (έξαλλος από θυμό). Παρ' όλ' αυτά διατηρήθηκε και η αρχική σημ. τού ασυνήθιστου, τού εκκεντρικού («έξαλλη κοπέλα», «έξαλλο ντύσιμο»)].
Dictionary of Greek. 2013.